- ξινούτσικος
- aigrelet
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ξινούτσικος — η, ο 1. (υποκορ. τού ξινός) υπόξινος, λίγο ξινός, κάπως ξινός 2. μτφ. αυτός που είναι κάπως ακριβός («αυτό το φόρεμα είναι ωραίο, αλλά ξινούτσικο») … Dictionary of Greek
αλαφρόξινος — η, ο ο ελαφρά ξινός, ξινούτσικος, υπόξινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + ξινός] … Dictionary of Greek
ελαφρόξινος — η, ο αλαφρόξινος, ξινούτσικος … Dictionary of Greek
ξινοφέρνω — έχω κάπως ξινή γεύση, είμαι ξινούτσικος, υπόξινος … Dictionary of Greek
υπόξινος — η, ο, Ν ο κάπως ξινός, ξινούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + όξινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
υπόξινος — η, ο κάπως ξινός, ξινούτσικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)